ξεμένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεμένω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξεμένω < ξε- + μένω
Ρήμα
επεξεργασίαξεμένω
- μένω πιο πίσω από μια ομάδα που προχωράει
- ※ Μια μεσόκοπη πολύ παχιά γυναίκα που είχε ξεμείνει στο δρόμο παρακαλούσε να την πάρουμε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- μένω οριστικά κάπου όπου αρχικά είχα πάει προσωρινά
- μένω χωρίς συντροφιά
- μένω χωρίς αποθέματα συγκεκριμένου είδους
- ⮡ ξέμεινα από τσιγάρα