Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
panne
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
Panne
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
panne
<
pene
<
λατινική
penna
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
panne
pannes
panne
(fr)
θηλυκό
ασήμαντος
ρόλος
σε ένα
έργο
η
βλάβη
il est en
panne
- « δεν δουλεύει »
tomber en
panne
- παθαίνω
βλάβη
→
δείτε
τη λέξη
dépanner