Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσκλιάζω < μεσαιωνική ελληνική μούσκλιον < λατινική muscus (βρύο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mus-

  Ρήμα επεξεργασία

μουσκλιάζω

  1. γεμίζω μούσκλια, είμαι γλιστερός απ’ τα πολλά μούσκλια
  2. (μεταφορικά) κατσουφιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία