μοριακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαμοριακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμοριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μοριακός