μονοπωλιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοπωλιακά < μονοπωλιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαμονοπωλιακά
- με μονοπωλιακό τρόπο
- αποκομίζοντας οφέλη από ένα μονοπώλιο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοπωλιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμονοπωλιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μονοπωλιακό