μονοκόμματα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοκόμματα < μονοκόμματος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαμονοκόμματα
- με μονοκόμματο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονοκόμματα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμονοκόμματα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μονοκόμματος