μνήμη μόνο ανάγνωσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνήμη μόνο ανάγνωσης < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική read-only memory: read (ανάγνωση), only (μόνο), memory (μνήμη)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμνήμη μόνο ανάγνωσης θηλυκό
- (πληροφορική) μνήμη των υπολογιστών, είναι ολοκληρωμένο κύκλωμα που επιτρέπει μόνο ανάγνωση των δεδομένων του, τα οποία εξακολουθεί να διατηρεί όταν δεν τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα [1]
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μνήμη μόνο ανάγνωσης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μνήμη συστήματος: Μνήμη μόνο ανάγνωσης (ROM). Προσπέλαση 2020-06-19.