μινάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μινάρω < ιταλική minare < mina < υστερολατινική mina < γαλατική < πρωτοκελτική *mēnis (μετάλλευμα, μέταλλο)
Ρήμα
επεξεργασία
μινάρω
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, κυριολεκτικά) ανοίγω υπόνομο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον, ραδιουργώ
- (παρωχημένο, αργκό, μεταφορικά) μαλακίζομαι