• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μινάρω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
μινάρω < ιταλική minare < mina < υστερολατινική mina < γαλατική < πρωτοκελτική *mēnis (μετάλλευμα, μέταλλο)
(αργκό) < μινάρας[1] < ιταλική mina

Ρήμα

επεξεργασία

μινάρω

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό, κυριολεκτικά) ανοίγω υπόνομο
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό, μεταφορικά) υπονομεύω κάποιον, ραδιουργώ
  3. (παρωχημένο, αργκό, μεταφορικά) μαλακίζομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μινάρω
  1. ↑ βλ. Πώς η ιταλική λέξη βόμβα, νάρκη (mina) έγινε στην Πάτρα μινάρας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μινάρω&oldid=5669538"
Τελευταία επεξεργασία στις 19 Μαρτίου 2023, στις 19:31

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 19 Μαρτίου 2023, στις 19:31.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας