μικροφίλμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροφίλμ < αγγλική microfilm < micro- (<αρχαία ελληνική μικρός) + film (< μέση αγγλική filme < αγγλοσαξονικά filmen < πρωτογερμανική *filminją (δέρμα, μεμβράνη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pélno-mo (μεμβράνη) < *pel- (καλύπτω, δέρμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροφίλμ ουδέτερο άκλιτο
- (λεπτό) φιλμ στο οποίο έχουν αποτυπωθεί αντίγραφα βιβλίων, εγγράφων κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μικροφίλμ στη Βικιπαίδεια