μασουλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμασουλάω/μασουλώ, αόρ.: μασούλησα, παθ.φωνή: μασουλιέμαι, π.αόρ.: μασουλήθηκα, μτχ.π.π.: μασουλημένος[1]
- μασάω όλη την ώρα κάτι, απασχολούμαι με το μάσημα (φαγητό, ξηρούς καρπούς, τσίχλα, το πλαστικό πώμα ενός στιλό κ.α.)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία- Παθητικοί τύποι, μόνο από ορισμένα λεξικά.[1]
- Δεν συνηθίζεται η κλίση σε -ώ. [2]
- Οι παράλληλοι τύποι του ρήματος σε -ίζω (μασουλίζω) συχνά υπερισχύουν.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μασουλάω - μασουλώ | μασουλούσα | θα μασουλάω - μασουλώ | να μασουλάω - μασουλώ | μασουλώντας | |
β' ενικ. | μασουλάς | μασουλούσες | θα μασουλάς | να μασουλάς | μασούλα - μασούλαγε | |
γ' ενικ. | μασουλάει - μασουλά | μασουλούσε | θα μασουλάει - μασουλά | να μασουλάει - μασουλά | ||
α' πληθ. | μασουλάμε - μασουλούμε | μασουλούσαμε | θα μασουλάμε - μασουλούμε | να μασουλάμε - μασουλούμε | ||
β' πληθ. | μασουλάτε | μασουλούσατε | θα μασουλάτε | να μασουλάτε | μασουλάτε | |
γ' πληθ. | μασουλάν(ε) - μασουλούν(ε) | μασουλούσαν(ε) | θα μασουλάν(ε) - μασουλούν(ε) | να μασουλάν(ε) - μασουλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μασούλησα | θα μασουλήσω | να μασουλήσω | μασουλήσει | ||
β' ενικ. | μασούλησες | θα μασουλήσεις | να μασουλήσεις | μασούλα - μασούλησε | ||
γ' ενικ. | μασούλησε | θα μασουλήσει | να μασουλήσει | |||
α' πληθ. | μασουλήσαμε | θα μασουλήσουμε | να μασουλήσουμε | |||
β' πληθ. | μασουλήσατε | θα μασουλήσετε | να μασουλήσετε | μασουλήστε | ||
γ' πληθ. | μασούλησαν μασουλήσαν(ε) |
θα μασουλήσουν(ε) | να μασουλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μασουλήσει | είχα μασουλήσει | θα έχω μασουλήσει | να έχω μασουλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μασουλήσει | είχες μασουλήσει | θα έχεις μασουλήσει | να έχεις μασουλήσει | έχε μασουλημένο | |
γ' ενικ. | έχει μασουλήσει | είχε μασουλήσει | θα έχει μασουλήσει | να έχει μασουλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μασουλήσει | είχαμε μασουλήσει | θα έχουμε μασουλήσει | να έχουμε μασουλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μασουλήσει | είχατε μασουλήσει | θα έχετε μασουλήσει | να έχετε μασουλήσει | έχετε μασουλημένο | |
γ' πληθ. | έχουν μασουλήσει | είχαν μασουλήσει | θα έχουν μασουλήσει | να έχουν μασουλήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μασουλημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μασουλημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μασουλημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μασουλημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μασουλιέμαι | μασουλιόμουν(α) | θα μασουλιέμαι | να μασουλιέμαι | ||
β' ενικ. | μασουλιέσαι | μασουλιόσουν(α) | θα μασουλιέσαι | να μασουλιέσαι | ||
γ' ενικ. | μασουλιέται | μασουλιόταν(ε) | θα μασουλιέται | να μασουλιέται | ||
α' πληθ. | μασουλιόμαστε | μασουλιόμαστε μασουλιόμασταν |
θα μασουλιόμαστε | να μασουλιόμαστε | ||
β' πληθ. | μασουλιέστε | μασουλιόσαστε μασουλιόσασταν |
θα μασουλιέστε | να μασουλιέστε | μασουλιέστε | |
γ' πληθ. | μασουλιούνται | μασουλιόνταν(ε) μασουλιούνταν μασουλιόντουσαν |
θα μασουλιούνται | να μασουλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μασουλήθηκα | θα μασουληθώ | να μασουληθώ | μασουληθεί | ||
β' ενικ. | μασουλήθηκες | θα μασουληθείς | να μασουληθείς | μασουλήσου | ||
γ' ενικ. | μασουλήθηκε | θα μασουληθεί | να μασουληθεί | |||
α' πληθ. | μασουληθήκαμε | θα μασουληθούμε | να μασουληθούμε | |||
β' πληθ. | μασουληθήκατε | θα μασουληθείτε | να μασουληθείτε | μασουληθείτε | ||
γ' πληθ. | μασουλήθηκαν μασουληθήκαν(ε) |
θα μασουληθούν(ε) | να μασουληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μασουληθεί | είχα μασουληθεί | θα έχω μασουληθεί | να έχω μασουληθεί | μασουλημένος | |
β' ενικ. | έχεις μασουληθεί | είχες μασουληθεί | θα έχεις μασουληθεί | να έχεις μασουληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μασουληθεί | είχε μασουληθεί | θα έχει μασουληθεί | να έχει μασουληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μασουληθεί | είχαμε μασουληθεί | θα έχουμε μασουληθεί | να έχουμε μασουληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μασουληθεί | είχατε μασουληθεί | θα έχετε μασουληθεί | να έχετε μασουληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μασουληθεί | είχαν μασουληθεί | θα έχουν μασουληθεί | να έχουν μασουληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μασουλημένος - είμαστε, είστε, είναι μασουλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μασουλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μασουλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μασουλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μασουλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μασουλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μασουλημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 * παθητικοί τύποι στο λήμμα «μασουλώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Δεν δίνει παθητικούς τύπους - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).