μάρπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μάρπτω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμάρπτω
- συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 489
- Ἦ ῥα, καὶ ἀμφοτέρας ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔμαρπτε | σκαιῇ,
- Είπε και αυτής τα χέρια με το ζερβί της πιάνει
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ἦ ῥα, καὶ ἀμφοτέρας ἐπὶ καρπῷ χεῖρας ἔμαρπτε | σκαιῇ,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 252 (251-254)
- 'πᾶσαι δ᾽ ἄρ᾽ ἵεντο | αἷμα μέλαν πιέειν· ὃν δὲ πρῶτον μεμάποιεν | κείμενον ἢ πίπτοντα νεούτατον, ἀμφὶ μὲν αὐτῷ | βάλλ‹ον ὁμῶς› ὄνυχας μεγάλους,
- Όλες τους | αίμα να πιουν ποθούσαν μαύρο. Σαν πιάναν κάποιον | που κειτόταν ή έπεφτε φρεσκοτραυματισμένος, τον γραπώναν | μ᾽ όλα μαζί τα νύχια τα μεγάλα.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- 'πᾶσαι δ᾽ ἄρ᾽ ἵεντο | αἷμα μέλαν πιέειν· ὃν δὲ πρῶτον μεμάποιεν | κείμενον ἢ πίπτοντα νεούτατον, ἀμφὶ μὲν αὐτῷ | βάλλ‹ον ὁμῶς› ὄνυχας μεγάλους,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Βάκχαι, στίχ. 1173 (1173-1175)
- ἔμαρψα τόνδ᾽ ἄνευ βρόχων | ‹λέοντος ἀγροτέρου› νέον ἶνιν, | ὡς ὁρᾶν πάρα.
- Χωρίς βρόχια το έπιασα | το νέο λιοντάρι. | Μπορείς να το δεις.
- Μετάφραση χ.χ.: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- ἔμαρψα τόνδ᾽ ἄνευ βρόχων | ‹λέοντος ἀγροτέρου› νέον ἶνιν, | ὡς ὁρᾶν πάρα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 1188 (1188-1189)
- μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ᾽ ἄντυγος, | αὐταῖς ἐν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδας.
- Κι αυτός αρπάει τα γκέμια απ᾽ το στεφάνι | τ᾽ αμαξιού και πηδάει στέρεα μέσα.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ᾽ ἄντυγος, | αὐταῖς ἐν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδας.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 489
- (μεταφορικά) (για ύπνο, γήρας) καταλαμβάνω, πιάνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 390 (388-390)
- ἐπεὶ προμολοῦσα κάλεσσε | μήτηρ, γρηῦς Σικελή, ἥ σφεας τρέφε καί ῥα γέροντα | ἐνδυκέως κομέεσκεν, ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν.
- Η μάνα τους τους φώναξε, | η σικελή γερόντισσα, που πάντα αυτή τους φρόντιζε, | κι ας είχε πιο πολύ του γέρου της την έγνοια, που πια τον βάραιναν τα γηρατειά.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐπεὶ προμολοῦσα κάλεσσε | μήτηρ, γρηῦς Σικελή, ἥ σφεας τρέφε καί ῥα γέροντα | ἐνδυκέως κομέεσκεν, ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 56 (56-58)
- εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ, | λυσιμελής, ἄλοχος δ᾽ ἄρ᾽ ἐπέγρετο κεδνὰ ἰδυῖα, | κλαῖεν δ᾽ ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῖσιν.
- Κι ενώ εκείνον ύπνος λυσιμελής τον πήρε, λύνοντας τα βάρη | της ψυχής του, την ίδια ώρα η στοχαστική γυναίκα του απότομα | ξυπνά και, καθισμένη στη μαλακή της κλίνη, άρχισε να θρηνεί.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμοῦ, | λυσιμελής, ἄλοχος δ᾽ ἄρ᾽ ἐπέγρετο κεδνὰ ἰδυῖα, | κλαῖεν δ᾽ ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῖσιν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 245 (245-246)
- 'ἄνδρες δ᾽ οἳ πρεσβῆες ἔσαν γῆράς τε μέμαρπεν | ἀθρόοι ἔκτοσθεν πυλέων ἔσαν,
- Άνδρες γέροντες, που τα γεράματα τους είχαν πιάσει, | αθρόοι στέκονταν έξω απ᾽ τις πύλες
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- 'ἄνδρες δ᾽ οἳ πρεσβῆες ἔσαν γῆράς τε μέμαρπεν | ἀθρόοι ἔκτοσθεν πυλέων ἔσαν,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 390 (388-390)
- πλήττω, χτυπώ
- (για ψήφο) καταδικάζω
Εκφράσεις
επεξεργασία- χθόνα μάρπτω ποδοῑιν: πατώ στη γη με τα πόδια
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 228
- ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν·
- ούδ᾽ έγγιζαν οι φτέρνες της τες άκρες κορυφές των·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 228
Κλίση
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι:
- επικός τύπος : παρατ. μάρπτον
- επικός τύπος : γ' πληθ. υποτακτική ενεστ. μάρπτῃσι
- επικός τύπος : ευκτική αορ. β' μεμάποιεν
- επικός τύπος : απαρέμφατο μᾰπέειν
- επικός τύπος : παρακ. γ' ενικ. μέμαρπεν
- επικός τύπος : μετοχή παρακ. μεμαρπώς
Πηγές
επεξεργασία- μάρπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μάρπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.