Δείτε επίσης: Λούπης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λούπης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λούπης αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Χρήστου Θ. Κανελλάκη, Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα, εκδόσεις Περί Τεχνών, Πάτρα 2010, ISBN 978-960-6684-64-7, σελίδα 430
  • Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.451

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λούπης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή λούπης (< λατινική lupus)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λούπης αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην Κρήτη)

  • (πτηνό) αρπακτικό πουλί, ο ικτίνος
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ 367, (367-369), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.190 @archive.org
    εἰπέ με, κακομούσουρε, τί εἶν τὰ λέγεις, λούπη;
    μόνον πτερόν ἔχεις καλὸν καὶ διχαλὴν οὐρίτσαν,
    ἀμμ' εἶσαι σκλαβοθώρετος, σκυλὶν μαγαρισμένον.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία