λούζερ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λούζερ < αγγλική loser < lose < μέση αγγλική losen < αγγλοσαξονική losian < πρωτογερμανική *lusōną / *luzōną < *lusą
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλούζερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) ηττημένος, χαμένος, αποτυχημένος, που χάνει σε μια κρίσιμη στιγμή