Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιλά < (άμεσο δάνειο) γαλλική lilas < αραβική لِيلَك (līlak) < περσική نیلک (nilak) < نیل (nil: σκούρο μπλε) < σανσκριτική नीला (nīlā: σκούρο μπλε)

  Επίθετο επεξεργασία

λιλά άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λιλά ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία