Κυπριακά (el-cyp) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτρούβιν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτρούβι(ν)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτρούβιν ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία

  • Andriotis, Nikolaos Pantelis (1974) Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, Βιέννη 1974 (γερμανικά)
  • κουτρούβιν Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  • Καραποτόσογλου, Κώστας (1984) «Κυπριακά έτυμα: Ετυμολογικά σε δημώδη ονόματα αγγείων και άλλα», Κυπρ. Σπ. 48, 1-45



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτρούβιν λέξη του 11ου αιώνα <
είτε[1] < πιθανόν κουτρούπι(ον) < κούτρα [2]
είτε[3] < αρχαία ελληνική κρόταφος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: κυπριακά: κουτρούβιν / νέα ελληνικά: κουτρούβι → δείτε και τη λέξη κουτρούβιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουτρούβιν ουδέτερο

  1. (κεραμική) είδος πήλινου δοχείου
    ※  12ος αιώνας. Προδρομικά, ΙΙΙ. Στίχοι Θεοδώρου του Πτωχοπροδρόμου προς τον βασιλέα κυρ Μανουήλ, 314
    (ἐκεῖνοι πάντα πίνουσι...) ἐκεῖνοι πάντα τὸ γλυκὺν μετὰ τῶν κουτρουβίων, ἡμείς δὲ τὸ νερούτσικον μετὰ τῶν πινακίων
  2. (ειδικότερα) φιαλίδιο από πηλό ή μόλυβδο που χρησιμοποιούσαν οι βυζαντινοί προσκυνητές για να μεταφέρουν το μύρο που έπαιρναν από τους τόπους λατρείας[4]
  3. είδος πλοίου (11ος αιώνας, όπως αναφέρεται στη Διαθήκη του οσίου Χριστοδούλου του Πάτμιου)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κουτρούβιν Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. Moutsos, D.N. (1988) «Sporadic nominalization of adjectives in -ωπός in Middle and Modern Greek», Byzantion 58, 400-421 (αγγλικά)
  3. σελ.350 Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  4. Μολύβδινο φιαλίδιο μύρου (κουτρούβιο) στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης. πρόσβαση:2020.06.14. [με φωτογραφία]
  5. Andriotis, Nikolaos Pantelis (1974) Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, Βιέννη (γερμανικά)
  6. κουτρούβιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)