κουτρούβιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουτρούβιον ουδέτερο
- άλλη μορφή του κουτρούβιν [1]
- [...] αγγείον ύδατος ή οίνου, ονομαζόμενον Βομβυλιός (Βούμβουλας ή Μπούμπουλας) Κοραής, Αδαμάντιος. Άτακτα, Τόμος 1ος, δύο ποιήματα Θεοδώρου του Προδρόμου
ΑΠΟΓΟΝΟΙ:
επεξεργασίακουτρούβιον (μεσαιωνικά ελληνικά)
- ⇒ καθαρεύουσα: κουτρούβιον
- ⇘ νέα ελληνικά: κουτρούβιο (σπάνιο, όρος κεραμικής)
→ και δείτε τη λέξη κουτρούβι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Andriotis, Nikolaos Pantelis (1974) Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, Βιέννη. (γερμανικά)