Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουτουρντίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قودورمق (τουρκική kudurmak) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

κουτουρντίζω, αόρ.: κουτούρντισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (ιδιωματικό) ξεσαλώνω, λυσσάω, παραφέρομαι
    ※  Κουτουρντίζουνε όλα τα σεϊτάνια και χουγιάζουνε «κατσίβελα». ( Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
  2. (ιδιωματικό) έχω ζαλιστεί, είμαι ζαβλακωμένος (όπως από την κούραση, κόπωση ή καταπόνηση) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία