κουτουρντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουτουρντίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قودورمق (τουρκική kudurmak) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίακουτουρντίζω, αόρ.: κουτούρντισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (ιδιωματικό) ξεσαλώνω, λυσσάω, παραφέρομαι
- ※ Κουτουρντίζουνε όλα τα σεϊτάνια και χουγιάζουνε «κατσίβελα». (⌘ Μενέλαος Λουντέμης, Ένα παιδί μετράει τ' άστρα. Αθήνα: Δίφρος, 1956 [μυθιστόρημα] )
- (ιδιωματικό) έχω ζαλιστεί, είμαι ζαβλακωμένος (όπως από την κούραση, κόπωση ή καταπόνηση) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουτουρντίζω | κουτούρντιζα | θα κουτουρντίζω | να κουτουρντίζω | κουτουρντίζοντας | |
β' ενικ. | κουτουρντίζεις | κουτούρντιζες | θα κουτουρντίζεις | να κουτουρντίζεις | κουτούρντιζε | |
γ' ενικ. | κουτουρντίζει | κουτούρντιζε | θα κουτουρντίζει | να κουτουρντίζει | ||
α' πληθ. | κουτουρντίζουμε | κουτουρντίζαμε | θα κουτουρντίζουμε | να κουτουρντίζουμε | ||
β' πληθ. | κουτουρντίζετε | κουτουρντίζατε | θα κουτουρντίζετε | να κουτουρντίζετε | κουτουρντίζετε | |
γ' πληθ. | κουτουρντίζουν(ε) | κουτούρντιζαν κουτουρντίζαν(ε) |
θα κουτουρντίζουν(ε) | να κουτουρντίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουτούρντισα | θα κουτουρντίσω | να κουτουρντίσω | κουτουρντίσει | ||
β' ενικ. | κουτούρντισες | θα κουτουρντίσεις | να κουτουρντίσεις | κουτούρντισε | ||
γ' ενικ. | κουτούρντισε | θα κουτουρντίσει | να κουτουρντίσει | |||
α' πληθ. | κουτουρντίσαμε | θα κουτουρντίσουμε | να κουτουρντίσουμε | |||
β' πληθ. | κουτουρντίσατε | θα κουτουρντίσετε | να κουτουρντίσετε | κουτουρντίστε | ||
γ' πληθ. | κουτούρντισαν κουτουρντίσαν(ε) |
θα κουτουρντίσουν(ε) | να κουτουρντίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κουτουρντίσει | είχα κουτουρντίσει | θα έχω κουτουρντίσει | να έχω κουτουρντίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κουτουρντίσει | είχες κουτουρντίσει | θα έχεις κουτουρντίσει | να έχεις κουτουρντίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κουτουρντίσει | είχε κουτουρντίσει | θα έχει κουτουρντίσει | να έχει κουτουρντίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κουτουρντίσει | είχαμε κουτουρντίσει | θα έχουμε κουτουρντίσει | να έχουμε κουτουρντίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κουτουρντίσει | είχατε κουτουρντίσει | θα έχετε κουτουρντίσει | να έχετε κουτουρντίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κουτουρντίσει | είχαν κουτουρντίσει | θα έχουν κουτουρντίσει | να έχουν κουτουρντίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Όροι με κουτουρντ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)