Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραφέρομαι < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

παραφέρομαι

  • συμπεριφέρομαι άσχημα, βίαια ή ανεξέλεγκτα, λόγω της οργής ή του θυμού μου

  Μεταφράσεις επεξεργασία