κουμπώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κουμπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος κουμπώνω
Ρήμα
επεξεργασίακουμπώνομαι
- είμαι επιφυλακτικός, δεν εκδηλώνω τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κουμπώνομαι | κουμπωνόμουν(α) | θα κουμπώνομαι | να κουμπώνομαι | ||
β' ενικ. | κουμπώνεσαι | κουμπωνόσουν(α) | θα κουμπώνεσαι | να κουμπώνεσαι | (κουμπώνου) | |
γ' ενικ. | κουμπώνεται | κουμπωνόταν(ε) | θα κουμπώνεται | να κουμπώνεται | ||
α' πληθ. | κουμπωνόμαστε | κουμπωνόμαστε κουμπωνόμασταν |
θα κουμπωνόμαστε | να κουμπωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κουμπώνεστε | κουμπωνόσαστε κουμπωνόσασταν |
θα κουμπώνεστε | να κουμπώνεστε | (κουμπώνεστε) | |
γ' πληθ. | κουμπώνονται | κουμπώνονταν κουμπωνόντουσαν |
θα κουμπώνονται | να κουμπώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κουμπώθηκα | θα κουμπωθώ | να κουμπωθώ | κουμπωθεί | ||
β' ενικ. | κουμπώθηκες | θα κουμπωθείς | να κουμπωθείς | κουμπώσου | ||
γ' ενικ. | κουμπώθηκε | θα κουμπωθεί | να κουμπωθεί | |||
α' πληθ. | κουμπωθήκαμε | θα κουμπωθούμε | να κουμπωθούμε | |||
β' πληθ. | κουμπωθήκατε | θα κουμπωθείτε | να κουμπωθείτε | κουμπωθείτε | ||
γ' πληθ. | κουμπώθηκαν κουμπωθήκαν(ε) |
θα κουμπωθούν(ε) | να κουμπωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κουμπωθεί | είχα κουμπωθεί | θα έχω κουμπωθεί | να έχω κουμπωθεί | κουμπωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κουμπωθεί | είχες κουμπωθεί | θα έχεις κουμπωθεί | να έχεις κουμπωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κουμπωθεί | είχε κουμπωθεί | θα έχει κουμπωθεί | να έχει κουμπωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κουμπωθεί | είχαμε κουμπωθεί | θα έχουμε κουμπωθεί | να έχουμε κουμπωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κουμπωθεί | είχατε κουμπωθεί | θα έχετε κουμπωθεί | να έχετε κουμπωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κουμπωθεί | είχαν κουμπωθεί | θα έχουν κουμπωθεί | να έχουν κουμπωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουμπώνομαι
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακουμπώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος κουμπώνω