κοντράτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοντράτο ουδέτερο
- το συμφωνητικό, η συμφωνία, το συμβόλαιο
- Αφού στο υποσχέθηκα ότι θα παντρευτούμε, κοντράτο θες να κάνουμε τώρα;
- Έχε του εμπιστοσύνη. Ο λόγος του είναι κοντράτο!