Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κολούμπρα < ιταλική colubro (αρσενικό=φίδι, μετατροπή σε θηλυκό από έλξη προς το γένος πολλών ελληνικών φιδιών: οχιά, δεντρογαλιά...) < λατινικά colubra

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κολούμπρα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • με πιάνει κολούμπρα/παθαίνω κολούμπρα: βιώνω κάποιο δυνατό συναίσθημα (καλό ή κακό)
     συνώνυμα: παθαίνω την πλάκα μου, παθαίνω σοκ, νιώθω αμήχανα

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η λέξη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά στις φράσεις που παρατίθενται παραπάνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία