κοινωνιοκεντρικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοινωνιοκεντρικά < κοινωνιοκεντρικ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.no.ni.o.cen.dɾiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νι‐ο‐κε‐ντρι‐κά
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
κοινωνιοκεντρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοινωνιοκεντρικός