κοιμήση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈmi.si/
- όταν προηγείται [n] όπως η αιτιατική του άρθρου τον: ΔΦΑ : /toŋ‿ʝiˈmi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐μή‐ση
- τονικό παρώνυμο: κοίμηση
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακοιμήση αρσενικό