Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλασματοποιώ < κλάσμα + -ο- + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κλασματοποιώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία