Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιόρος < (άμεσο δάνειο) τουρκική kör (τυφλός)

  Επίθετο επεξεργασία

κιόρος

  1. (κρητικά) αλλήθωρος
  2. (κρητικά) απρόσεκτος
  3. (κρητικά) που δυσκολεύεται να δει λόγω πάθησης στα μάτια

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014