κιτρινο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κιτρινο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κιτρινο- ή κίτρινο(ς)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.tɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐τρι‐νο-
Πρόθημα
επεξεργασία
κιτρινο-, κιτρινό- (και κιτριν- πριν από φωνήεν)
Σύνθετα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιτρινο-
|
Πηγές
επεξεργασία
- κιτρινο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με κιτριν- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κιτρινο- < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κιτρινο- ή κίτρινο(ς)
Πρόθημα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κιτρινο- < κίτρινο(ς)