καταρρεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
καταρρεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταρρέω
- θα καταρρεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταρρέω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
καταρρεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάρρευση