καταριθμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταριθμώ < αρχαία ελληνική καταριθμέω / καταριθμῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαταριθμώ (παθητική φωνή: καταριθμούμαι)
- (λόγιο) αριθμώ / μετρώ ακριβώς, καταγράφοντας το αποτέλεσμα
Συγγενικά
επεξεργασία- καταριθμημένος
- καταρίθμηση
- → δείτε τις λέξεις κατά και αριθμός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταριθμώ | καταριθμούσα | θα καταριθμώ | να καταριθμώ | καταριθμώντας | |
β' ενικ. | καταριθμείς | καταριθμούσες | θα καταριθμείς | να καταριθμείς | (καταρίθμει) | |
γ' ενικ. | καταριθμεί | καταριθμούσε | θα καταριθμεί | να καταριθμεί | ||
α' πληθ. | καταριθμούμε | καταριθμούσαμε | θα καταριθμούμε | να καταριθμούμε | ||
β' πληθ. | καταριθμείτε | καταριθμούσατε | θα καταριθμείτε | να καταριθμείτε | καταριθμείτε | |
γ' πληθ. | καταριθμούν(ε) | καταριθμούσαν(ε) | θα καταριθμούν(ε) | να καταριθμούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταρίθμησα | θα καταριθμήσω | να καταριθμήσω | καταριθμήσει | ||
β' ενικ. | καταρίθμησες | θα καταριθμήσεις | να καταριθμήσεις | καταρίθμησε | ||
γ' ενικ. | καταρίθμησε | θα καταριθμήσει | να καταριθμήσει | |||
α' πληθ. | καταριθμήσαμε | θα καταριθμήσουμε | να καταριθμήσουμε | |||
β' πληθ. | καταριθμήσατε | θα καταριθμήσετε | να καταριθμήσετε | καταριθμήστε | ||
γ' πληθ. | καταρίθμησαν καταριθμήσαν(ε) |
θα καταριθμήσουν(ε) | να καταριθμήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταριθμήσει | είχα καταριθμήσει | θα έχω καταριθμήσει | να έχω καταριθμήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταριθμήσει | είχες καταριθμήσει | θα έχεις καταριθμήσει | να έχεις καταριθμήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταριθμήσει | είχε καταριθμήσει | θα έχει καταριθμήσει | να έχει καταριθμήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταριθμήσει | είχαμε καταριθμήσει | θα έχουμε καταριθμήσει | να έχουμε καταριθμήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταριθμήσει | είχατε καταριθμήσει | θα έχετε καταριθμήσει | να έχετε καταριθμήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταριθμήσει | είχαν καταριθμήσει | θα έχουν καταριθμήσει | να έχουν καταριθμήσει |
|