Ετυμολογία

επεξεργασία
καταριθμώ < αρχαία ελληνική καταριθμέω / καταριθμῶ

καταριθμώ (παθητική φωνή: καταριθμούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία