Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασκαντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cascadeur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασκαντέρ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία