κασκαντέρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κασκαντέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική cascadeur • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
κασκαντέρ αρσενικό άκλιτο
- (επάγγελμα, κινηματογράφος) ακροβάτης που αντικαθιστά (ντουμπλάρει) έναν ηθοποιό σε επικίνδυνες σκηνές μιας ταινίας