Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ καρίμοιρος τὸ καρίμοιρον οἱ, αἱ καρίμοιροι τὰ καρίμοιρα
Γενική τοῦ, τῆς καριμοίρου τοῦ καριμοίρου τῶν καριμοίρων τῶν καριμοίρων
Δοτική τῷ, τῇ καριμοίρῳ τῷ καριμοίρῳ τοῖς, ταῖς καριμοίροις τοῖς καριμοίροις
Αιτιατική τὸν, τὴν καρίμοιρον τὸ καρίμοιρον τοὺς, τὰς καριμοίρους τὰ καρίμοιρα
Κλητική καρίμοιρε καρίμοιρον καρίμοιροι καρίμοιρα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική καριμοίρω
Γενική-Δοτική καριμοίροιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρίμοιρος < Κάρ (εθνωνύμιο) + μοῖρ(α) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

καρίμοιρος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία