καρίμοιρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ καρίμοιρος | τὸ καρίμοιρον | οἱ, αἱ καρίμοιροι | τὰ καρίμοιρα |
Γενική | τοῦ, τῆς καριμοίρου | τοῦ καριμοίρου | τῶν καριμοίρων | τῶν καριμοίρων |
Δοτική | τῷ, τῇ καριμοίρῳ | τῷ καριμοίρῳ | τοῖς, ταῖς καριμοίροις | τοῖς καριμοίροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν καρίμοιρον | τὸ καρίμοιρον | τοὺς, τὰς καριμοίρους | τὰ καρίμοιρα |
Κλητική | καρίμοιρε | καρίμοιρον | καρίμοιροι | καρίμοιρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καριμοίρω | |||
Γενική-Δοτική | καριμοίροιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαρίμοιρος, -ος, -ον
- κακόμοιρος, κακότυχος, μισθοφόρος
- ※ καριμοίρους: τοὺς ἐν μηδεμιᾷ μοίρᾳ. ἢ μισθοφόρους, διὰ τὸ τοὺς Κᾶρας πρώτους μισθοφόρους γενέσθαι. (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ )
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις Κάρ και μοῖρα
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη καρμίρης