καπτεν-
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπτεν- < αγγλική captain < μέση αγγλική capteyn < παλαιά γαλλική capitaine < υστερολατινική capitaneus < λατινική caput
Πρόθημα επεξεργασία
καπτεν-
- προτακτικό που ακολουθείται από ονόματα καπετάνιων
- ↪καπτεν–Νίκος