κάπταιν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάπταιν < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική captain
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάπταιν αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάπταιν
|
Δείτε επίσης : κάπτεν, καπταιν-, καπτεν- |
κάπταιν αρσενικό άκλιτο
|