Δείτε επίσης: κάπτεν, καπταιν-, καπτεν-

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάπταιν < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική captain

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάπταιν αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία