• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κανοναρχώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κανοναρχώ < μεσαιωνική ελληνική κανοναρχῶ < ελληνιστική κοινή κανονάρχης < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω

Ρήμα

επεξεργασία

κανοναρχώ

  1. (θρησκεία) είμαι κανονάρχης και εκτελώ το σχετικό διακόνημα
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) υποβάλλω σε κάποιον απόψεις (δικές μου ή άλλες), τις οποίες αναπαράγει σαν να ήταν δικές του

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • καλοναρχώ
  • καλαναρχώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη κανονάρχης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κανοναρχώ
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κανοναρχώ&oldid=5704739"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιουνίου 2023, στις 12:56

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιουνίου 2023, στις 12:56.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας