κανοναρχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κανοναρχώ < μεσαιωνική ελληνική κανοναρχῶ < ελληνιστική κοινή κανονάρχης < αρχαία ελληνική κανών + ἄρχω
Ρήμα
επεξεργασίακανοναρχώ
- (θρησκεία) είμαι κανονάρχης και εκτελώ το σχετικό διακόνημα
- (μεταφορικά, μειωτικό) υποβάλλω σε κάποιον απόψεις (δικές μου ή άλλες), τις οποίες αναπαράγει σαν να ήταν δικές του
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κανονάρχης
Μεταφράσεις
επεξεργασία κανοναρχώ
|