καλοναρχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοναρχώ < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.lo.naɾˈxo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐ναρ‐χώ
Ρήμα
επεξεργασίακαλοναρχώ
- βοηθώ τον ψάλτη στην εκκλησία, είμαι καλονάρχος
- (μεταφορικά) κάνω μια πρόταση, προτείνω κάτι
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βοηθώ ψάλτη
|
προτείνω κάτι
→ δείτε τη λέξη προτείνω |