Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοναρχώ < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lo.naɾˈxo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λο‐ναρ‐χώ

καλοναρχώ

  1. βοηθώ τον ψάλτη στην εκκλησία, είμαι καλονάρχος
  2. (μεταφορικά) κάνω μια πρόταση, προτείνω κάτι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία