Δείτε επίσης: Καμπανέλι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καμπανέλι < (άμεσο δάνειο) βενετική campaniel[1] ή (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική campanile[2]. Μορφολογικά αναλύεται σε καμπάν(α) + υποκοριστικό επίθημα -έλι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμπανέλι ουδέτερο (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • καμπανέλι (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καμπανέλι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. καμπανέλι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)