καλοπαντρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλοπαντρεύω, αόρ.: καλοπάντρεψα, παθ.φωνή: καλοπαντρεύομαι, π.αόρ.: καλοπαντρεύτηκα, μτχ.π.π.: καλοπαντρεμένος
- παντρεύω το παιδί μου με καλό σύζυγο
- καλοπάντρεψαν την κόρη τους με έναν πλούσιο γαμπρό
- → δείτε την παθητική φωνή καλοπαντρεύομαι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοπαντρεύω | καλοπάντρευα | θα καλοπαντρεύω | να καλοπαντρεύω | καλοπαντρεύοντας | |
β' ενικ. | καλοπαντρεύεις | καλοπάντρευες | θα καλοπαντρεύεις | να καλοπαντρεύεις | καλοπάντρευε | |
γ' ενικ. | καλοπαντρεύει | καλοπάντρευε | θα καλοπαντρεύει | να καλοπαντρεύει | ||
α' πληθ. | καλοπαντρεύουμε | καλοπαντρεύαμε | θα καλοπαντρεύουμε | να καλοπαντρεύουμε | ||
β' πληθ. | καλοπαντρεύετε | καλοπαντρεύατε | θα καλοπαντρεύετε | να καλοπαντρεύετε | καλοπαντρεύετε | |
γ' πληθ. | καλοπαντρεύουν(ε) | καλοπάντρευαν καλοπαντρεύαν(ε) |
θα καλοπαντρεύουν(ε) | να καλοπαντρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοπάντρεψα | θα καλοπαντρέψω | να καλοπαντρέψω | καλοπαντρέψει | ||
β' ενικ. | καλοπάντρεψες | θα καλοπαντρέψεις | να καλοπαντρέψεις | καλοπάντρεψε | ||
γ' ενικ. | καλοπάντρεψε | θα καλοπαντρέψει | να καλοπαντρέψει | |||
α' πληθ. | καλοπαντρέψαμε | θα καλοπαντρέψουμε | να καλοπαντρέψουμε | |||
β' πληθ. | καλοπαντρέψατε | θα καλοπαντρέψετε | να καλοπαντρέψετε | καλοπαντρέψτε | ||
γ' πληθ. | καλοπάντρεψαν καλοπαντρέψαν(ε) |
θα καλοπαντρέψουν(ε) | να καλοπαντρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλοπαντρέψει | είχα καλοπαντρέψει | θα έχω καλοπαντρέψει | να έχω καλοπαντρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις καλοπαντρέψει | είχες καλοπαντρέψει | θα έχεις καλοπαντρέψει | να έχεις καλοπαντρέψει | έχε καλοπαντρεμένο | |
γ' ενικ. | έχει καλοπαντρέψει | είχε καλοπαντρέψει | θα έχει καλοπαντρέψει | να έχει καλοπαντρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοπαντρέψει | είχαμε καλοπαντρέψει | θα έχουμε καλοπαντρέψει | να έχουμε καλοπαντρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε καλοπαντρέψει | είχατε καλοπαντρέψει | θα έχετε καλοπαντρέψει | να έχετε καλοπαντρέψει | έχετε καλοπαντρεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καλοπαντρέψει | είχαν καλοπαντρέψει | θα έχουν καλοπαντρέψει | να έχουν καλοπαντρέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καλοπαντρεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καλοπαντρεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καλοπαντρεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καλοπαντρεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλοπαντρεύομαι | καλοπαντρευόμουν(α) | θα καλοπαντρεύομαι | να καλοπαντρεύομαι | ||
β' ενικ. | καλοπαντρεύεσαι | καλοπαντρευόσουν(α) | θα καλοπαντρεύεσαι | να καλοπαντρεύεσαι | ||
γ' ενικ. | καλοπαντρεύεται | καλοπαντρευόταν(ε) | θα καλοπαντρεύεται | να καλοπαντρεύεται | ||
α' πληθ. | καλοπαντρευόμαστε | καλοπαντρευόμαστε καλοπαντρευόμασταν |
θα καλοπαντρευόμαστε | να καλοπαντρευόμαστε | ||
β' πληθ. | καλοπαντρεύεστε | καλοπαντρευόσαστε καλοπαντρευόσασταν |
θα καλοπαντρεύεστε | να καλοπαντρεύεστε | (καλοπαντρεύεστε) | |
γ' πληθ. | καλοπαντρεύονται | καλοπαντρεύονταν καλοπαντρευόντουσαν |
θα καλοπαντρεύονται | να καλοπαντρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλοπαντρεύτηκα | θα καλοπαντρευτώ | να καλοπαντρευτώ | καλοπαντρευτεί | ||
β' ενικ. | καλοπαντρεύτηκες | θα καλοπαντρευτείς | να καλοπαντρευτείς | καλοπαντρέψου | ||
γ' ενικ. | καλοπαντρεύτηκε | θα καλοπαντρευτεί | να καλοπαντρευτεί | |||
α' πληθ. | καλοπαντρευτήκαμε | θα καλοπαντρευτούμε | να καλοπαντρευτούμε | |||
β' πληθ. | καλοπαντρευτήκατε | θα καλοπαντρευτείτε | να καλοπαντρευτείτε | καλοπαντρευτείτε | ||
γ' πληθ. | καλοπαντρεύτηκαν καλοπαντρευτήκαν(ε) |
θα καλοπαντρευτούν(ε) | να καλοπαντρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καλοπαντρευτεί | είχα καλοπαντρευτεί | θα έχω καλοπαντρευτεί | να έχω καλοπαντρευτεί | καλοπαντρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις καλοπαντρευτεί | είχες καλοπαντρευτεί | θα έχεις καλοπαντρευτεί | να έχεις καλοπαντρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει καλοπαντρευτεί | είχε καλοπαντρευτεί | θα έχει καλοπαντρευτεί | να έχει καλοπαντρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καλοπαντρευτεί | είχαμε καλοπαντρευτεί | θα έχουμε καλοπαντρευτεί | να έχουμε καλοπαντρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε καλοπαντρευτεί | είχατε καλοπαντρευτεί | θα έχετε καλοπαντρευτεί | να έχετε καλοπαντρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καλοπαντρευτεί | είχαν καλοπαντρευτεί | θα έχουν καλοπαντρευτεί | να έχουν καλοπαντρευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καλοπαντρεμένος - είμαστε, είστε, είναι καλοπαντρεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καλοπαντρεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καλοπαντρεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καλοπαντρεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καλοπαντρεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καλοπαντρεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καλοπαντρεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοπαντρεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλοπαντρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας