Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοπαντρεύω < καλο- + παντρεύω [1]

καλοπαντρεύω, αόρ.: καλοπάντρεψα, παθ.φωνή: καλοπαντρεύομαι, π.αόρ.: καλοπαντρεύτηκα, μτχ.π.π.: καλοπαντρεμένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία