κακοπαντρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοπαντρεύω < μεσαιωνική ελληνική κακοπαντρεύω < κακο- + παντρεύω
Ρήμα
επεξεργασίακακοπαντρεύω (παθητική φωνή: κακοπαντρεύομαι)
- παντρεύω το παιδί μου κάνοντας αποτυχημένη επιλογή συζύγου
- κακοπάντρεψαν την κόρη τους με έναν αλήτη χαρτοπαίκτη
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κακοπαντρεύω
|