Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοπαντρεύομαι < κακο- + παντρεύομαι

κακοπαντρεύομαι

  • κάνω έναν αποτυχημένο γάμο (λέγεται συνήθως για γυναίκα)
κακοπαντρεύτηκε, αφού την απατούσε

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία