Ετυμολογία

επεξεργασία
καλοπέφτω < καλο- + πέφτω [1]

καλοπέφτω, πρτ.: καλόπεφτα, αόρ.: καλόπεσα/(καλοέπεσα) (χωρίς παθητική φωνή)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία