καλοπέφτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλοπέφτω, πρτ.: καλόπεφτα, αόρ.: καλόπεσα/(καλοέπεσα) (χωρίς παθητική φωνή)
- (οικείο, λαϊκότροπο) έχω καλή μεταχείριση, πέφτω σε καλά χέρια
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κάνω καλό γάμο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλοπέφτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας