Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακοπέφτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακοπέφτω
<
μεσαιωνική ελληνική
κακοπέφτω
<
κακο-
+
πέφτω
Ρήμα
επεξεργασία
κακοπέφτω
(
οικείο
)
δυστυχώ
,
αντιμετωπίζομαι
με
εχθρότητα
ή
αδιαφορία
(
οικείο
)
κακοπαντρεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακοπέφτω