καθηδύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθηδύνω < κατά (καθ-) + αρχαία ελληνική ἡδύνω (< ἡδύς)
Ρήμα
επεξεργασίακαθηδύνω (ελληνιστική κοινή)
- γλυκαίνω
- προκαλώ ηδονή, τέρψη
- → δείτε και τη μεοσπαθητική φωνή καθηδύνομαι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ἡδύνω και ἡδύς
Σημειώσεις
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα (σπάνιο, αρχαιοπρεπές) [1]
- κάνω κάτι γλυκύτερο
- γλυκαίνω πολύ κάποιον ή κάτι, ευφραίνω
- ※ Η χριστομίμητη βιοτή του ενθαρρύνει τους φιλότιμους αθλητές στο στάδιο των αρετών και η πατρική του αγάπη καθηδύνει τις καρδιές των τιμώντων την ευκλεή του μνήμη. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.10 )
- ΣτΕ: γλώσσα κοινή ελληνική με στοιχεία καθαρεύουσας
- ※ Η χριστομίμητη βιοτή του ενθαρρύνει τους φιλότιμους αθλητές στο στάδιο των αρετών και η πατρική του αγάπη καθηδύνει τις καρδιές των τιμώντων την ευκλεή του μνήμη. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.10 )
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
επεξεργασία- καθηδύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.