Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καίνυμαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
καίνυμαι
<
παθητική φωνή
του ρήματος
καίνυμι
Ρήμα
επεξεργασία
καίνυμαι
υπερέχω
,
αριστεύω
,
υπερτερώ
εξοπλίζομαι
,
στολίζομαι
(
μετοχή
παρακειμένου
)
κεκασμένος
:
διακεκριμένος
,
ξεχωριστός
στολισμένος
οπλισμένος