ισώνω
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈso.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σώ‐νω
Ρήμα Επεξεργασία
ισώνω, στ.μέλλ.: θα ισώσω, αόρ.: ίσωσα (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη προφορά του ισιώνω
Επεξεργασία
Κλίση Επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ισώνω | ίσωνα | θα ισώνω | να ισώνω | ισώνοντας | |
β' ενικ. | ισώνεις | ίσωνες | θα ισώνεις | να ισώνεις | ίσωνε | |
γ' ενικ. | ισώνει | ίσωνε | θα ισώνει | να ισώνει | ||
α' πληθ. | ισώνουμε | ισώναμε | θα ισώνουμε | να ισώνουμε | ||
β' πληθ. | ισώνετε | ισώνατε | θα ισώνετε | να ισώνετε | ισώνετε | |
γ' πληθ. | ισώνουν(ε) | ίσωναν ισώναν(ε) |
θα ισώνουν(ε) | να ισώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ίσωσα | θα ισώσω | να ισώσω | ισώσει | ||
β' ενικ. | ίσωσες | θα ισώσεις | να ισώσεις | ίσωσε | ||
γ' ενικ. | ίσωσε | θα ισώσει | να ισώσει | |||
α' πληθ. | ισώσαμε | θα ισώσουμε | να ισώσουμε | |||
β' πληθ. | ισώσατε | θα ισώσετε | να ισώσετε | ισώστε | ||
γ' πληθ. | ίσωσαν ισώσαν(ε) |
θα ισώσουν(ε) | να ισώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ισώσει | είχα ισώσει | θα έχω ισώσει | να έχω ισώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ισώσει | είχες ισώσει | θα έχεις ισώσει | να έχεις ισώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ισώσει | είχε ισώσει | θα έχει ισώσει | να έχει ισώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ισώσει | είχαμε ισώσει | θα έχουμε ισώσει | να έχουμε ισώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ισώσει | είχατε ισώσει | θα έχετε ισώσει | να έχετε ισώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ισώσει | είχαν ισώσει | θα έχουν ισώσει | να έχουν ισώσει |
|
Μεταφράσεις Επεξεργασία
ισώνω
|