Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ισώνω < ίσ(ος) + -ώνω, ισιώνω με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [s] και φωνήεν

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈso.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σώ‐νω

  Ρήμα Επεξεργασία

ισώνω, στ.μέλλ.: θα ισώσω, αόρ.: ίσωσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Κλίση Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία