Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισοβαρές ουδέτερο

  • (χημεία) άτομο με ίσο μαζικό αριθμό/αριθμό νουκλεονίων μα (σχεδόν πάντα) διαφορετική σύσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ισοβαρές