Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισοβαρές ουδέτερο

  • (χημεία) άτομο με ίσο μαζικό αριθμό/αριθμό νουκλεονίων μα (σχεδόν πάντα) διαφορετική σύσταση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ισοβαρές