Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιοχείρως < ιδιόχειρ(ος) + -ως

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ði.oˈçi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐ο‐χεί‐ρως
τονικό παρώνυμο: ιδιόχειρος

  Επίρρημα επεξεργασία

ιδιοχείρως

  • (λόγιο) με το ίδιο μου το χέρι
    Ήταν ένα ιδιόχειρο σημείωμα του εκλιπόντος και το παρέδωσα στον δικηγόρο ιδιοχείρως, στο δικηγορικό του γραφείο.
    Βεβαίως είναι αυθεντικό σημείωμα! Είναι γραμμένο ιδιοχείρως.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία