ιδιοχείρως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιοχείρως < ιδιόχειρ(ος) + -ως
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.ði.oˈçi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δι‐ο‐χεί‐ρως
- τονικό παρώνυμο: ιδιόχειρος
Επίρρημα
επεξεργασίαιδιοχείρως
- (λόγιο) με το ίδιο μου το χέρι
- ⮡ Ήταν ένα ιδιόχειρο σημείωμα του εκλιπόντος και το παρέδωσα στον δικηγόρο ιδιοχείρως, στο δικηγορικό του γραφείο.
- ⮡ Βεβαίως είναι αυθεντικό σημείωμα! Είναι γραμμένο ιδιοχείρως.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ιδιόχειρος, ιδιοχείρως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας