Ετυμολογία

επεξεργασία
θεωρητικοποιώ < λείπει η ετυμολογία

θεωρητικοποιώ

  • μαζεύω πολλές μελέτες μαζί για τη δημιουργία μιας ενιαίας δομής, μιας μεγάλης θεωρίας που να εξηγεί την πραγματικότητα με περιεκτικό τρόπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία