θεωρητικοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεωρητικοποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
θεωρητικοποιώ
- μαζεύω πολλές μελέτες μαζί για τη δημιουργία μιας ενιαίας δομής, μιας μεγάλης θεωρίας που να εξηγεί την πραγματικότητα με περιεκτικό τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεωρητικοποιώ
|