Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοφαγία < θερμο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοφαγία θηλυκό

  • (για γεράκι) θεραπεία ή δίαιτα με ζεστό φαγητό, κρέας ζώου που έχει θανατωθεί πρόσφατα
    ※  13ος αιώνας [γλώσσα: όψιμη ελληνιστική κοινή] Δημήτριος Κωνσταντινοπολίτης [Πεπαγωμένος], Περὶ τῆς τῶν ἰεράκων ἀνατροφῆς τε καἰ θεραπεὶας, (Ιερακοσόφιον) @google.books.gr
    παρὰ πάντα δὲ ή θερμοφαγία συμβάλλεται ἡ τῶν νεοττῶν περιστερῶν καὶ ἐν θέρει καὶ ἐν χειμῶνι, καὶ ἡ συνεχὴς δὲ ἀποβολὴ τῶν πτερῶν τῶν ὀρνίθων. οὐδέποτε δὲ ὠφελεῖ δίδοσθαι ἢ κόρακος ἢ κορώνης κρέας˙ εἰσὶ γὰρ πάνυ ἐπιβλαβῆ.
    Claudii Aeliani De natura animalium libri XVII, Varia historia, Epistolae fragmenta, ex recognitione Rudolphi Hercheri. Λειψία, Γερμανία: in aedibus B.G. Teubneri, 1866, σελ. 375 @google.books.gr

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θερμός και τρώγω

  Πηγές επεξεργασία