ημερώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαημερώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ημερώνω
- θα ημερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ημερώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαημερώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ημέρωση