Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζιγκουράτ < ασσυριακή zigguratu

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zi.ɡuˈɾat/
 
ζιγκουράτ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζιγκουράτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία