ziggourat
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ziggourat < ziggurat < ασσυριακή zigguratu
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ziggourat | ziggourats |
ziggourat (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ziggourat | ziggourats |
ziggourat (fr) θηλυκό